- περιτίλλω
- Α1. μαδώ κάτι γύρω γύρω, ολόγυρα, εντελώς2. βγάζω, παρατίλλω*3. φρ. «περιτίλλω θρίδακα» — αφαιρώ τα εξωτερικά φύλλα μαρουλιού, τό καθαρίζω (Ηρόδ.)4. (το παθ. με μτφ. σημ.) φρ. «περιτίλλομαι τά πτερά» — χάνω την εξουσία μου, (Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + τίλλω «μαδώ»].
Dictionary of Greek. 2013.